σμιλιωτός

σμιλιωτός
και μηλιωτός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει το σχήμα σμιλίου
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σμιλιωτός
είδος φυτού, ο κοπίσκος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμιλίον + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σμιλιωτός — shaped like a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμιλιωτῶν — σμιλιωτός shaped like a fem gen pl σμιλιωτός shaped like a masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμιλιωτοῖς — σμιλιωτός shaped like a masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμιλιωτούς — σμιλιωτός shaped like a masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμιλιωτῷ — σμιλιωτός shaped like a masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλιωτός — μηλιωτός, ή, όν (Α) βλ. σμιλιωτός …   Dictionary of Greek

  • μιλωτή — μιλωτή, ἡ (Μ) ραβδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για το ουσ. μηλωτή (< μήλη «χειρουργικό εργαλείο») με ι από παρετυμολογική επίδραση τού σμίλη (πρβλ. και σμιλιωτός: μηλιωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”